- ἰσχυρογνώμονας
- ἰσχυρογνώμωνstiff in opinionmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισχυρογνώμονας — ο βλ. ισχυρογνώμων … Dictionary of Greek
ισχυρογνώμονας — ο αυτός που επιμένει στη γνώμη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτογνώμων — αὐτογνώμων, ον (AM) μσν. αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας αρχ. αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αυτόνους — αὐτόνους, ουν και αὐτόνοος, ον (AM) μσν. (για τα πλοία των Φαιάκων) ο νοήμων, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει χωρίς κυβερνήτη (Ευστάθ.) αρχ. ισχυρογνώμονας, επίμονος. αὐτόνους, ο (AM) ο ίδιος ο νους, ο νους καθ εαυτόν … Dictionary of Greek
βαρυκέφαλος — και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, η, ο (Α βαρυκέφαλος, ον) αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι νεοελλ. 1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο 2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος 3. ο ισχυρογνώμονας, ο… … Dictionary of Greek
βαρύγνωμος — η, ο 1. βαρύθυμος, αγανακτισμένος 2. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 3. αυτός που αργεί να κατανοήσει κάτι 4. το ουδ. ως ουσ. το βαρύγνωμο το παράπονο … Dictionary of Greek
γνωμιάρης — α, ικο [γνώμη] 1. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 2. ευέξαπτος … Dictionary of Greek
εξεριστής — ἐξεριστής, ο (Α) [εξερίζω] ισχυρογνώμονας, πεισματάρης συζητητής … Dictionary of Greek
ισχυριστικός — ἰσχυριστικός, ή, όν (Α) [ισχυρίζομαι] ο ισχυρογνώμονας*. επίρρ... ἰσχυριστικῶς (Α) φρ. «ἰσχυριστικῶς ἔχω» ισχυρογνωμονώ* … Dictionary of Greek
ισχυρογνωμονώ — ἰσχυρογνωμονῶ, έω (Μ) [ισχυρογνώμων] είμαι ισχυρογνώμονας … Dictionary of Greek